Τόσο η χημική όσο και η κυτταρική ανοσοαπόκριση εμπλέκονται στην ανάπτυξη ανοσίας έναντι του SARS-CoV-2. Η γ-ιντερφερόνη είναι ένα σημαντικού μορίου σηματοδότησης του ανοσοποιητικού συστήματος που απελευθερώνεται από τα Τ-κύτταρα κατά την επαφή με τον ιό.
Τα αντισώματα IgG εναντίον της πρωτεΐνης S1 (spike) SARS-CoV-2 και τα ειδικά μακράς διάρκειας Τ-κύτταρα θεωρείται ότι διαδραματίζουν τον πιο σημαντικό ρόλο στην εξουδετέρωση του ιού και στη διατήρηση της ανοσίας.
Η δοκιμασία Quan-T-Cell IGRA EUROIMMUN προορίζεται για την εκτίμηση της κυτταρικής ανοσολογικής απάντησης από τυχόν προηγούμενη επαφή με τον SARS-CoV-2 ή μετά από εμβολιασμό έναντι της COVID-19.
Η ευαισθησία της μεθόδου αναφέρεται ότι είναι 97,9%, ενώ η ειδικότητα 97,8%. Τα αποτελέσματα της δοκιμασίας IGRA (interferon-gamma release assay) πρέπει να συνεκτιμώνται με τα αποτελέσματα δοκιμασίας ειδικών αντισωμάτων (χημικής ανοσίας) και των κλινικών δεδομένων του ασθενούς.
Ο προσδιορισμός των αντισωμάτων επιτρέπει την επιβεβαίωση των λοιμώξεων SARS-CoV-2 σε ασθενείς με τυπικά συμπτώματα και σε ύποπτες περιπτώσεις καθώς και την ανοσολογική απάντηση μετά τον εμβολιασμό COVID-19.
Περίπου το 90 % των ατόμων που έχουν μολυνθεί με SARS-CoV-2 αναπτύσσουν ειδικά αντισώματα μέχρι την 10η ημέρα μετά την εμφάνιση συμπτωμάτων. Τα IgG, IgA και IgM κατά της πρωτεΐνης S εμφανίζονται συχνά ταυτόχρονα .
Τα ειδικά Τ-λεμφοκύτταρα SARS-CoV-2 εμφανίζονται λίγες ημέρες μετά την εμφάνιση των συμπτωμάτων. Ο προσδιορισμός της ανοσοαπόκρισης των Τ-κυττάρων έναντι του SARS-CoV-2 είναι ιδιαίτερης σημασίας, ιδίως για ανοσοκατεσταλμένα άτομα, ηλικιωμένους ή ασθενείς σε αιμοκάθαρση, που μπορεί να μην εμφανίζουν ανιχνεύσιμα επίπεδα ειδικών αντισωμάτων IgG S1.
O έλεγχος συνιστάται σε άτομα με ιστορικό λοίμωξης COVID-19 (με παρουσία ή όχι συμπτωμάτων) και σε άτομα που έχουν εμβολιαστεί έναντι του ιού.
Ο υγιής πληθυσμός θα μπορούσε να ελεγχθεί για κυτταρική ανοσία η οποία πιθανώς να αποκτήθηκε από άλλη έκθεση σε ιούς της οικογένειας των κορωνοϊών οι οποίοι εμφανίζονται σαν απλό κρυολόγημα.